- επιρροιβδην
- ἐπιρροίβδηνἐπι-ρροίβδηνadv. бурно, стремительно, неудержимо
(ὁμαρτεῖν τινα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὁμαρτεῖν τινα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιρροίβδην — ἐπιρροίβδην (Α) επίρρ. με ορμητική επίθεση και θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επιρροίβδην αντί επιρροιβδήδην (επί + ροιβδηδόν «θορυβωδώς»), με συλλαβική ανομοίωση] … Dictionary of Greek